ακηδιώ

ακηδιώ
ἀκηδιῶ (-άω) (AM)
1. γίνομαι νωθρός, αδιάφορος, αδιαφορώ
2. είμαι εξαντλημένος, εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδία.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηδιασμός
αρχ.-μσν.
ἀκηδιαστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκηδιῶ — ἀ̱κηδιῶ , ἀκηδιάω to be careless imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀκηδιάω to be careless pres imperat mp 2nd sg ἀκηδιάω to be careless pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀκηδιάω to be careless pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… …   Dictionary of Greek

  • ακηδιασμός — ἀκηδιασμός, ο (Α) [ἀκηδιῶ] 1. αμέλεια, αδιαφορία 2. εξάντληση, εξασθένηση …   Dictionary of Greek

  • ακηδιαστής — ἀκηδιαστής, ο (AM) [ἀκηδιῶ] αμελής, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”